Ο βατραχος που τραγουδουσε (Παραμυθι απο το Μεξικο)
Κάθε μέρα μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, ένας γέρος γεωργός και οι τρεις γιοί του πήγαιναν στα χωράφια τους να δούνε αν ωριμάζει το καλαμπόκι που είχανε σπείρει. “Όπου να ‘ναι θα το θερίσουμε”, είπε μια μέρα ο γέρο χωρικός.
Ένα πρωί όμως, καθώς παρατηρούσαν τα φυτά, είδαν ότι σε μια γωνιά ενός χωραφιού, κάτι ή κάποιος είχε τσακίσει τους βλαστούς και είχε φάει όλους τους ώριμους σπόρους. “Ποιος ήρθε εδώ χθες τη νύχτα;” φώναξε θυμωμένος ο γεωργός.
Οι τρεις γιοί του έψαξαν ολόγυρα, αλλά δε βρήκαν ούτε πατημασιές, ούτε κάποιο άλλο χνάρι του κλέφτη. “Απόψε τη νύχτα θα φυλάξεις το χωράφι και θα πιάσεις τον κλέφτη”, είπε ο γεωργός στο μεγαλύτερο γιό του.
Το βράδυ, ο μεγαλύτερος γιος πήρε το όπλο του κι ένα κέικ από καλαμπόκι και ξεκίνησε για το χωράφι. Καθώς προχωρούσε, βρέθηκε μπροστά σε ένα πηγάδι. Πλάι του καθόταν ένας βάτραχος και τραγουδούσε.
“Σώπα! Η φωνή σου είναι απαίσια και το τραγούδι σου είναι κι αυτό απαίσιο! Σώπα, γιατί θα διώξεις τον κλέφτη που κυνηγώ”, διέταξε ο μεγαλύτερος γιος το βάτραχο. “Σε παρακαλώ, δώσε μου ένα κομμάτι από το κέικ σου”, παρακάλεσε ο βάτραχος. “Όχι δε σου δίνω”, φώναξε ο γιος.
Ο βάτραχος άνοιξε το στόμα του και τραγούδησε ακόμα πιο δυνατά, ένα ακόμα πιο μεγάλο τραγούδι. “Αν δεν εννοείς να σωπάσεις, θα σε κάνω εγώ να σωπάσεις”, φώναξε ο μεγαλύτερος γιος. Άρπαξε το βάτραχο και τον πέταξε μέσα στο πηγάδι. Ύστερα προχώρησε και κάθισε σε μιαν άκρη του καλαμποκοχώραφου.
Όλη τη νύχτα έμεινε καθισμένος εκεί, αλλά ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα. Το πρωί, βρήκε κατάπληκτος πιο πολλά καλαμπόκια σπασμένα και φαγωμένα τα σπειριά τους. Όταν θα γύριζε σπίτι, θα έλεγε στον πατέρα του άσχημα νέα.
“Απόψε το βράδυ θα πας εσύ να φυλάξεις το χωράφι”, είπε ο πατέρας στο δεύτερο γιο του.
Μόλις βασίλεψε ο ήλιος, ο δεύτερος γιος πήρε το όπλο του κι ένα κέικ από καλαμπόκι και ξεκίνησε για το χωράφι. Όταν έφτασε στο πηγάδι, ο βάτραχος ήταν πάλι εκεί και τραγουδούσε δυνατά ένα μεγάλο τραγούδι.
“Τι τρομερός θόρυβος! Σε παρακαλώ σταμάτα!”, φώναξε ο δεύτερος γιος. Ο βάτραχος σταμάτησε το τραγούδι. “Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο κέικ”, είπε. “Όχι, δε σου δίνω. Θα το φάω όλο εγώ”, απάντησε ο δεύτερος γιος. Ο βάτραχος ξανάρχισε το τραγούδι, ακόμα πιο δυνατά αυτή τη φορά.
“Φτάνει πια!” Φώναξε ο δεύτερος γιος κι αρπάζοντας το βάτραχο από το ένα πόδι, τον έριξε μέσα στο πηγάδι. Ύστερα προχώρησε πιο κάτω, σε μιαν άκρη του καλαμποκοχώραφου.
‘Ολη τη νύχτα ο δεύτερος γιος έμεινε εκεί, αλλά ούτε είδε, ούτε άκουσε τίποτα. Το πρωί ήτανε πιο πολλά καλαμπόκια φαγωμένα κι έπρεπε να πει στον πατέρα του ότι δεν έπιασε τον κλέφτη.
Το άλλο βράδυ ο γεωργός έστειλε το μικρότερο γιό του να φυλάξει το καλαμπόκι. Ο μικρός ξεκίνησε για το χωράφι με το φόβο ότι αφού τ’ αδέρφια του δεν μπόρεσαν να πιάσουν τον κλέφτη, ούτε κι αυτός θα το κατάφερνε. Σταμάτησε όταν άκουσε το βάτραχο να τραγουδάει, κοντά στο πηγάδι. “Πολύ ωραία η φωνή σου και το τραγούδι σου όμορφο” είπε.
“Χαίρομαι που σ’ άρεσε”, έκραξε ο βάτραχος και τραγούδησε ακόμη πιο δυνατά ένα πιο μεγάλο τραγούδι. “Θα μου δώσεις λίγο από το κέικ σου;”, ρώτησε όταν σταμάτησε το τραγούδι. “Βέβαια, πάρε όσο θέλεις”, είπε ο μικρός γιος και άφησε μπροστά στον βάτραχο ολόκληρο το κέικ.
Όταν ο βάτραχος κατάπιε και τα τελευταία ψίχουλα, είπε: “Aφού μου φέρθηκες τόσο καλά, θα σου πω ένα μυστικό. Στον πάτο αυτού του πηγαδιού, υπάρχει ένα μαγικό σμαράγδι, που μπορεί να πραγματοποιήσει τρεις επιθυμίες σου, τρεις ευχές”.
“Σ’ ευχαριστώ”, είπε ο μικρός γιος. Σκέφτηκε μια στιγμή. “Μπορώ να έχω ό,τι θέλω; Ό,τι μ’ αρέσει;” ρώτησε.
“Ό,τι και όποιον θέλεις”, έκρωξε ο βάτραχος. “Τότε θέλω μια γυναίκα” είπε ο γιος. “Πρέπει να πεις και τι είδους γυναίκα θέλεις και να ζητήσεις κι ένα σπίτι για να ζείτε”, είπε ο βάτραχος. “Τώρα σκύψε πάνω από το πηγάδι και πες τις ευχές σου”.
Ο γιος έσκυψε στο πηγάδι, πάνω από το κρύο νερό: “Θέλω μια γυναίκα όμορφη, καλή, να μαγειρεύει καλά, ένα ωραίο σπίτι κοντά στο πηγάδι και να μπορέσω να πιάσω τον κλέφτη των καλαμποκιών”, είπε πολύ δυνατά και καθαρά.
“Τώρα πρέπει να πάμε στο χωράφι”, είπε ο βάτραχος κι άρχισε να τραγουδάει δυνατά. Ο μικρός γιος τον έπιασε και τον έβαλε στον ώμο του και κίνησε για το καλαμποκοχώραφο.
Ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει πίσω στα μακρινά βουνά, όταν ένα πελώριο λευκό πουλί φάνηκε στον ουρανό. Πέταξε στο χωράφι και άρχισε να ξεσκίζει τα καλαμπόκια και να τα τρώει. Ο βάτραχος πήδηξε κοντά του κι άρχισε να του τραγουδάει ένα απαλό, γλυκό νανούρισμα. Το πουλί σταμάτησε να τρώει, έκλεισε τα μάτια του κι έπεσε γρήγορα σε βαθύ ύπνο.
“Έλα εδώ”, είπε ο βάτραχος σιγανά στο μικρό γιο. “Αυτό το πουλί, στην πραγματικότητα είναι μια νέα και όμορφη κοπέλα. Μια κακιά μάγισσα την έκανε πουλί, γιατί η κοπέλα δεν ήθελε να παντρευτεί το φοβερό γιο της μάγισσας. Τώρα πάρ’ την και πήγαινέ την στον πατέρα σου”.
Ο μικρός γιος πήρε το πουλί και το βάτραχο και τους πήγε και τους δυο στο αγρόκτημα. “Αυτό το πουλί ειναι ο κλέφτης του καλαμποκιού”, είπε στον πατέρα του. Τ’ αδέρφια του θέλησαν να σκοτώσουν το πουλί, όμως ο μικρός γιος είπε: “Όχι, είναι δικό μου και θα το κρατήσω”.
Το άλλο πρωί, ο μικρός γιος πήρε το πουλί και το βάτραχο και τους πήγε στο πηγάδι. Εκεί, κοντά στο πηγάδι, ήταν ένα πανέμορφο σπίτι. Ξαφνικά, το πουλί εξαφανίστηκε, όμως την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και μια όμορφη κοπέλα βγήκε τρέχοντας έξω. Ο μικρός γιος κατάλαβε πως αυτή ήταν η μεταμορφωμένη κοπέλα και την ερωτεύτηκε αμέσως.
Από τότε ζήσαν μαζί ευτυχισμένοι ενώ ο βάτραχος ξαναπήγε κοντά στο ποτάμι και τραγουδούσε χαρούμενος…
ΠΗΓΗ : ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΥΘΙΚΟ