ο χαμενος φιλος (παραμυθι απο την Κολομβια)
Ζούσαν κάποτε δυό άνθρωποι που μολονότι δεν έμοιαζαν καθόλου, ωστόσο ήταν οι καλύτεροι φίλοι. Ο Καράο ήταν ψηλός και αδύνατος, με ευέξαπτο χαρακτήρα. Οι γροθιές του ήταν πάντα έτοιμες για καυγά και δεν φοβόταν κανέναν!
Ο φίλος του ο Πέδρο ήταν κοντός και χοντρός, με στρογγυλά γυαλιά και ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Του άρεσαν το καλό φαγητό και τα καλά βιβλία. Το μόνο που ήθελε, ήταν μια ήσυχη ζωή. Οι δυο φίλοι ζούσαν σε ράντσα που τα χώριζαν μόλις μερικά μίλια. Συχνά έτρωγαν μαζί, στο σπίτι του Πέδρο επειδή ήταν πολύ καλός μάγειρας.
Ένα βράδυ, οι δυο φίλοι μοιράστηκαν ένα υπέροχο δείπνο που περιλάμβανε τηγανητά φασόλια με γλυκάδια χοιρινού, μπανάνες, αβοκάντο και καλαμποκόπιτα. Μετά το φαγητό, ο Πέδρο στάθηκε στην πίσω αυλή. Κοίταξε τον ουρανό και συνοφρυώθηκε. Πλήθος απειλητικά σκούρα σύννεφα μαζεύονταν στον ορίζοντα, προμηνώντας θύελλα.
“Φαίνεται πως θα έχουμε δυνατή θύελλα” είπε ο Πέδρο. “Δε μένεις εδώ το βράδυ, Καράο?” πρότεινε στο φίλο του.
“Δεν φοβάμαι τις θύελλες”, γέλασε ο Καράο, τελειώνοντας το κρασί του. “Καλύτερα όμως να ξεκινήσω πριν αρχίσει η βροχή. Δεν θέλω να βρέξω το καινούριο μου καπέλο”.
“Αν είσαι βέβαιος πως δεν θα έχεις πρόβλημα…”, είπε ο Πέδρο. Ήξερε πως ήταν ανώφελο να διαφωνήσει με τον φίλο του – ο Καράο ήταν ο πιο πεισματάρης άνθρωπος του κόσμου.
Ο αδύνατος άντρας πήδηξε την εξώπορτα του μαντριού και πήγε προς το άλογό του.
“Θα σε δω αύριο φίλε μου” είπε.
“Πρόσεχε στο δρόμο, αμίγκο”, φώναξε ο Πέδρο πίσω του.
Λίγη ώρα αφότου ξεκίνησε ο Καράο, άνοιξαν οι ουρανοί. Η βροχή μαστίγωνε το σπίτι του Πέδρο, πλημμυρίζοντας το μαντρί και τη βεράντα. Μια φοβερή θύελλα είχε ξεσπάσει σε ολόκληρη τη σαβάνα, που ξερίζωνε δέντρα και γκρέμιζε σπίτια. Ήταν η χειρότερη καταιγίδα που είχε δει ποτέ ο Πέδρο και λυσσομανούσε ολόκληρη τη νύχτα.
“Ελπίζω ο Καράο να έφτασε καλά στο σπίτι του”, μονολόγησε ο Πέδρο, καθώς κουλουριαζόταν κάτω από τις κουβέρτες, ακούγοντας τον άνεμο να σφυρίζει μέσα από το σπίτι. Γύρισε από την άλλη κι αφού στριφογύρισε κάμποσες φορές, αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο πρωινό ξημέρωσε φωτεινό και όμορφο. Μόνο οι ζημιές στα σπίτια και τα δέντρα μαρτυρούσαν τη θύελλα. Ένας καουμπόι χτύπησε την πόρτα του Πέδρο.
“Έχουμε άσχημα νέα, σενιόρ…”
Ο καουμπόι κρατούσε στα χέρια του το καινούριο καπέλο του Καράο, κατεστραμένο και γεμάτο λάσπη.
“Δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι του…”
Ο Πέδρο νόμισε πως η καρδιά του θα σπάσει στα δυο. Ο καλύτερός του φίλος, είχε χαθεί! Ίσως είχε πέσει σε κάποιο ρέμα, ή είχε χαθεί στο δάσος. Αν είχε επιμείνει να περάσει τη νυχτιά ο Καράο στο σπίτι του, αυτό δεν θα είχε συμβεί… Ο καλύτερός του φίλος θα είχε σωθεί…
Ο καημένος ο Πέδρο, που ποτέ δεν του άρεσαν οι περιπέτειες, παρά μόνο η άνεση του σπιτιού του, πήρε έναν όρκο. Αν ο Καράο ήταν ζωντανός, θα τον έβρισκε και θα τον έσωζε. Ο Πέδρο είχε αποφασίσει να μην επιστρέψει στο σπίτι χωρίς αυτόν. Έτσι, αποχαιρέτησε τους γείτονές του, σέλωσε το άλογό του κι έφυγε για να βρει τον φίλο του.
Ο Πέδρο, στο υπόλοιπο της ζωής του, έψαξε ολόκληρη την Κολομβία, αλλά δεν βρήκε ποτέ τον Καράο. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν τα παράτησε. Μετά τον θάνατό του, το πνεύμα του Πέδρο επέστρεψε στη Γη με τη μορφή ενός καφέ πουλιού των βάλτων, ώστε να συνεχίσει να ψάχνει. Το πουλί αυτό είναι επίσης γνωστό το Πουλί που Κλαίει, εξαιτίας της δυνατής γοερής κραυγής του.
Αν πάτε ποτέ στην Κολομβία, ίσως το ακούσετε να πετάει μακρυά, φωνάζοντας τον χαμένο του φίλο, “Κα-ράαο! Κα-ράαο!”.
ΠΗΓΗ : ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΥΘΙΚΟ
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.
τελειο :inlove:
και μενα μου αρεσε :-)
καλό αλλά ακόμη καλύτερο θα ήταν αν το γράφατε στα ισπανικά ώστε να κάνουμε και εξάσκηση στη γλώσσα.